- μόρσιμον
- μόρσιμοςappointed by fatemasc/fem acc sgμόρσιμοςappointed by fateneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μόρσιμον — Μόρσιμος appointed by fate masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρσιμος — η, ο (Α μόρσιμος και μόριμος, ον) 1. αυτός που είναι προορισμένος, προαποφασισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος («σοὶ μὲν γαμεῑσθαι μόρσιμον, γαμεῑν δ ἐμοί», Αισχύλ.) 2. φρ. «μόρσιμον ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου, τού ολέθρου, τής καταστροφής … Dictionary of Greek
Рок или судьба — (μοϊρα, αΐσα, τύχη, άνάγκη, είμαρμένη, πεπρωμένη; см. Доля) имеет в древнегреческой литературе двоякое значение: первоначальное, нарицательное, пассивное предопределенной каждому смертному и отчасти божеству доли, участи, и производное,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek